- προσυφαίνω
- Α1. συνυφαίνω («ἀθανάτῳ θνητὸν προσυφαίνοντες», Πλάτ.)2. μτφ. (σχετικά με οικοδομήματα) κατασκευάζω κάτι σε κάτι άλλο («οἰκίας προσυφαίνουσι ταῑς γωνίαις», Φιλόστρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ὑφαίνω «συμπλέκω, δημιουργώ, παρασκευάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.